χαλαζόπληκτος

χαλαζόπληκτος
-η, -ο, Ν
(για γεωργό) αυτός τού οποίου η παραγωγή έπαθε ζημιές από χαλαζόπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό-πληκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”